- παράπλασμα
- παράπλασμαpiece of coloured wax stuck on to the marginneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράπλασμα — το, ΝΑ νεοελλ. βιολ. το σύνολο τών μη ζώντων εγκλείστων τού πρωτοπλάσματος, αλλ. αλλόπλασμα αρχ. 1. τεμάχιο χρωματισμένου κηρού το οποίο βρίσκεται επικολλημένο στο περιθώριο βιβλίου για επισήμανση αμφίβολων ή σκοτεινών χωρίων τού κειμένου 2.… … Dictionary of Greek
παραπλάσματα — παράπλασμα piece of coloured wax stuck on to the margin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)